- μοναμπυκία
- μοναμπῠκία1 single-horse racing
βωμοὺς ἐγέραρεν ἁμίλλαις, ἵπποις ἡμιόνοις τε μοναμπυκίᾳ τε O. 5.7
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
βωμοὺς ἐγέραρεν ἁμίλλαις, ἵπποις ἡμιόνοις τε μοναμπυκίᾳ τε O. 5.7
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
μοναμπυκία — μοναμπυκία, ἡ (Α) [μονάμπυξ] μονάμπυξ* … Dictionary of Greek
μοναμπυκίᾳ — μοναμπυκίαι , μοναμπυκία fem nom/voc pl μοναμπυκίᾱͅ , μοναμπυκία fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μοναμπυκίας — μοναμπυκίᾱς , μοναμπυκία fem acc pl μοναμπυκίᾱς , μοναμπυκία fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)